- θριδακώδης
- θρῐδᾰκ-ώδης, ες,A lettuce-like, Dsc.2.132 ([comp] Comp.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θριδακώδης — θριδακώδης, ες (Α) [θρίδαξ] όμοιος με μικρό μαρούλι … Dictionary of Greek
θριδακῶδες — θριδακώδης lettuce like masc/fem voc sg θριδακώδης lettuce like neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριδακωδεστέρα — θριδακωδεστέρᾱ , θριδακώδης lettuce like fem nom/voc/acc comp dual θριδακωδεστέρᾱ , θριδακώδης lettuce like fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρίδαξ — θρίδαξ, ακος, ἡ (Α) το μαρούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για δάνειο προελληνικής προελεύσεως, ενώ άλλοι συνέδεσαν τη λ. με το θρίον «φύλλο συκιάς», με σχηματισμό κατά το οίδαξ «αγριόσυκο». ΠΑΡ. θριδακίνη, θριδάκιο(ν)… … Dictionary of Greek